- προπέλα
- η, Ντεχνολ. κοινή ονομασία τής έλικας, οργάνου για την πρόωση πλοίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. propeller (< λατ. propello «προωθώ» < pro- + petto «ωθώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπέλα — η (λ. αγγλ.), έλικας πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουργούλα — η κουπί που εξέχει από τη μεριά τής πρύμνης και χρησιμοποιείται όπως η προπέλα για να προωθείται η βάρκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γουργούλι < γοργούλι < γοργός] … Dictionary of Greek
μαστίγιο — Λεπτή μάστιγα, καμουτσίκι, βούρδουλας. Στη βιολογία μ. ονομάζεται η κυτταρική προέκταση βακτηρίων, πρωτόζωων και σπερματοζωαρίων των περισσοτέρων ζωικών οργανισμών και ορισμένων κατώτερων φυτικών οργανισμών, η οποία εξυπηρετεί την κίνησή τους. Τα … Dictionary of Greek
παγοθραυστικό — Πλοίο ειδικά κατασκευασμένο να πλέει σε παγωμένη θάλασσα για να διατηρεί τους δρόμους ναυσιπλοΐας, που συνήθως παγώνουν, ανοιχτούς. Το πλοίο αυτό προορίζεται να σπάει τον επιφανειακό πάγο, ώστε να ανοίγει τον δρόμο στα κοινά πλοία. Πολλές φορές… … Dictionary of Greek
έλικας — έλικας, ο και έλικα, η και έλιγκας, ο 1. γύρος, σπειροειδής γραμμή, καθετί που έχει περιστραφεί με σπειροειδή τρόπο. 2. (μαθ.), καμπύλη γραμμή που γράφεται από σημείο που μετακινείται με ίση ταχύτητα σε μια ευθεία, ενώ η ευθεία στρέφεται με ίση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)